- μυρι(ο)-
- (ΑΜ μυριο-)πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β' συνθετικό υπάρχει ή γίνεται άπειρες φορές (πρβλ. μυριοθλιμμένος, μυριανθισμένος, μυριαναστενάζω) ή ότι έχει ανυπολόγιστη αξία και σπουδαιότητα (πρβλ. μυριάκριβος, μυριάγιος) ή αριθμείται σε 10. 000 (πρβλ. μυριάμετρο, μυριαγωγός, μυρίανδρος). Στις περισσότερες περιπτώσεις τα επίθ. μυρίος / μύριος χρησιμοποιούνται για να προσδώσουν ιδιαίτερη έμφαση και αξία στο β' συνθετικό.Σύνθ. με α' συνθετικό μυρι(ο)- μυριόδοξος, μυριόνεκρος, μυριότροπος, μυριόφυλλοαρχ.μυριαγωγός, μυρίαθλος, μυρίαμνον, μυριάμφορος, μυρίανδρος, μυριαριστεύς, μυριάρουρος, μυριάρχης, μυρίαρχος, μυριέλικτος, μυριετής, μυριόβοιος, μυριογένεσις, μυριόδοντος, μυριόκαρπος, μυριόκλαυστος, μυριόκρανος, μυριόκυκλος, μυριόλεκτος, μυριομακαριότης, μυριομακάριστος, μυριομέγας, μυριόμματος, μυριόμορφος, μυριόμοχθος, μυριόναυς, μυριοπαθής, μυριοπάλαι, μυριόπλεθρος, μυριοταγός, μυριοτευχής, μυριότρητος, μυριοϋπόστατος, μυριόφιλος, μυριοφόρος, μυριόφυλος, μυριόφωνος, μυριοχαύνη, μυριώνυμος, μυριωπόςαρχ.-μσν.μυριάγιος, μυριάνθρωπος, μυριόπους, μυριότιμος, μυριόφορτοςμσν.μυριαγαπημένος, μυριακριβολογώ, μυριάριθμος, μυριαύχενος, μυριοαναρίθμητος, μυριοασβολωμένος, μυριατυχισμένος, μυριόβλαστος, μυριοβλασφημώ, μυριοβόλος, μυριοβρομισμένος, μυριογλυκύτατος, μυριόγλωσσος, μυριόγνωμος, μυριόγραφος, μυριοδοξάζω, μυριοεμπόδιστος, μυριοεμπύρετος, μυριοεντροπιάζω, μυριοεπαινώ, μυριοεπώδυνος, μυριοευλογημένος, μυριοευχαριστώ, μυριοζάλιστος, μυριόζωοι, μυριόθλιβος, μυριοθλιμμένος, μυριοθορυβούμαι, μυριοθρουβαλίζω, μυριοοικίς, μυριοκακότυχος, μυριοκακώσεις, μυριοκαπνισμένος, μυριοκατάδαρτος, μυριοκαταραμένος, μυριόκεντρος, μυριοκέφαλος, μυριόκλωστος, μυριοκύμων, μυριολατομημένος, μυρίολβος, μυριομαθής, μυριομεγαλύνω, μυριόμετρος, μυριόμικτος, μυριομοιρολογούμαι, μυριομουντζωμένος, μυριομπερδεύω, μυριομύριστος, μυριονειδίζω, μυριόνικος, μυριόξιφος, μυριοπαρακαλώ, μυριοπαράξενος, μυριοπικραμένος, μυριοπληγωμένος, μυριοπληθής, μυριόπλοκος, μυριοπλουμισμένος, μυριοπονώ, μυριοπροσκυνώ, μυριοπρόσωπος, μυριόπτερος, μυριοσκορπίζω, μυριόσταχυς, μυριόστολος, μυριόστροφος, μυριοσχιδής, μυριοταπεινωμένος, μυριότεχνος, μυριότοκος, μυριοτρόφος, μυριοτσακισμένος, μυριοτυραννίζω, μυριόφθαλμος, μυριοφλογισμένος, μυριοφοβισμένος, μυριόχειλος, μυριόχειρ, μυριόχρουςμσν.-νεοελλ. μυριάκριβος, μυριαρίφνητος, μυριολυπούμαι, μυριόπλουτος, μυριόστομος, μυριοφρόνιμος, μυριοφύτευτος, μυριοχαριτωμένος, μυριοχρωματισμένοςνεοελλ.μυριάμετρο, μυριανθισμένος, μυριάποδα, μυριόδεντρος, μυριόηχος, μυριόκλωνος, μυριομπαλωμένος, μυριοπαίνετος, μυριοπτέρυγος, μυριορέγομαι, μυριοστόλιστος, μυριοχαίρομαι, μυριοχάριτος, μυριόχρωμος].
Dictionary of Greek. 2013.